- βοστρύχωμα
- βοστρύχωμα, το (Μ) [βοστρυχούμαι]μαλλιά με μπούκλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρογγύλωμα — το, ΝΑ [στρογγυλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα αρχ. (για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα … Dictionary of Greek